REPSOL | Ισημερινός, Αμαζόνιος

Μια ματιά στην ιστορία της πετρελαϊκής βιομηχανίας στο κράτος του Ισημερινού

Η ιστορία της πετρελαϊκής βιομηχανίας στο Εκουαδόρ επιβεβαιώνει ότι έρευνα, η εξόρυξη, η μεταφορά και η επεξεργασία πετρελαίου είναι δραστηριότητες ιδιαίτερα καταστροφικές για τη φύση με σοβαρό αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες. Μάλιστα, η εξόρυξη πετρελαίου σ’ ένα τόσο πλούσιο και εύθραυστο οικοσύστημα όπως είναι το τροπικό δάσος του Αμαζονίου έχει συνέπειες μη αναστρέψιμες και αυτό αποτελεί μεγάλο πλήγμα για τη φυσική κληρονομιά της χώρας και ολόκληρου του πλανήτη.

Ήδη από τη δεκαετία του 1920 οι ξένες πετρελαϊκές εταιρείες είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην περιοχή, μάλιστα ο πόλεμος του ‘41 μεταξύ του κράτους του Ισημερινού και του Περού ήταν το αποτέλεσμα της διαμάχης της Shell με την Standard Oil, οι οποίες διεκδικούσαν τα ίδια εδάφη για να κάνουν τις έρευνές τους για πετρέλαιο. Τελικά, το 1942, χαράχτηκαν τα σύνορα των δύο χωρών σύμφωνα με τη Συνθήκη που υπογράφτηκε στο Ρίο της Βραζιλίας, χωρίζοντας τη ζούγκλα στη μέση και ανάλογα με την πλευρά των συνόρων τα «οικόπεδα» μοιράστηκαν στις πετρελαϊκές.

Από τις έρευνες που ακολούθησαν, προέκυψαν κάποια κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία η Shell έκρινε μη αξιοποιήσιμα λόγω του βαθμού δυσκολίας της εξόρυξης και της αντίστασης που συνάντησε από τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Μάλιστα, υπάρχουν μαρτυρίες ότι στα χρόνια των ερευνών για πετρέλαιο, βομβάρδισαν τους ιθαγενείς με σκοπό να τους υποχρεώσουν να μετεγκατασταθούν. (Judith Kimerling, Crudo amazónico, 1993).

To 1967 η σύμπραξη Texaco – Gulf εντόπισε μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου στα βόρεια και προκειμένου να μεταφέρει το πετρέλαιο, κατασκεύασε έναν αγωγό μήκους 513 χλμ ο οποίος διέσχιζε τη ζούγκλα από το σημείο εξόρυξης μέχρι την πρωτεύουσα Κίτο και τέθηκε σε λειτουργία το 1972.

Εκείνη την εποχή, η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων δημιούργησε προσδοκίες και την ελπίδα ότι με αυτό τον τρόπο θα ξεκινούσε η πολυπόθητη «ανάπτυξη» της οικονομίας της χώρας.

Ωστόσο, μετά από σαράντα χρόνια εξορύξεων πετρελαίου, ο Ισημερινός δεν βρίσκεται στον κατάλογο με τα «αναπτυγμένα» κράτη. Tο δημόσιο χρέος της χώρας τώρα είναι πιο μεγάλο, ο λαός πιο φτωχός και τα οικοσυστήματα πιο υποβαθμισμένα απ’ ότι πριν την άφιξη των πετρελαϊκών.

Η σύμβαση της Texaco έληξε το 1990 και αποχώρησε τελικά το 1991, αφήνοντας πίσω μια ασύλληπτη περιβαλλοντική καταστροφή. Μόνο από διαρροές στον αγωγό υπολογίζεται ότι χύθηκαν στον Αμαζόνιο περίπου 16,8 εκατομμύρια γαλόνια πετρελαίου (περισσότερο από όσο στην πετρελαιοκηλίδα που δημιουργήθηκε από το δεξαμενόπλοιο Exxon Valdez, όταν χύθηκαν στη θάλασσα 10,8 εκατομμύρια γαλόνια πετρελαίου). Επίσης όλα αυτά τα χρόνια η Texaco έριξε τόνους υγρά απόβλητα υψηλής τοξικότητας κατευθείαν στα νερά του Αμαζονίου.

Η πετρελαϊκή δραστηριότητα δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις φυλές ιθαγενών Siona, Secoya, Cofán, και Waorani οι οποίοι λόγω της μόλυνσης του νερού και της γης τους αναγκάζονταν πολλές φορές να εγκαταλείπουν τα αρχέγονα εδάφη τους, ενώ παράλληλα άρχισαν να υποφέρουν από πρωτοφανείς γι’ αυτούς ασθένειες. Επίσης η Texaco ευθύνεται μεταξύ άλλων και για τις δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην περιοχή και οδήγησαν τελικά στην εξαφάνιση των φυλών Tetete y Sansahuari.

Για την τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή που προκάλεσε και τις συνέπειες αυτής στην τοπική κοινωνία, οι Waorani έκαναν μήνυση κατά της Texaco και τον Μάιο του 2003 έγινε το πρώτο δικαστήριο. Εν τω μεταξύ –από το 2001- η Texaco είχε μετονομαστεί σε Texaco-Chevron, ενώ λίγο αργότερα, σε μια προσπάθεια να ξεπλύνει εντελώς το όνομά της από τις βρωμιές του παρελθόντος, η εταιρεία αφαίρεσε τη λέξη Texaco και πλέον ονομάζεται Chevron.  Ο δικαστικός αγώνας συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και τον Φεβρουάριο του 2011 υπήρξε δικαστική απόφαση που δικαίωνε τους Waorani και επέβαλε στη Chevron να αποζημιώσει τους ντόπιους πληθυσμούς με το ποσό των 8,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο οι Waorani ισχυρίζονται ότι το ποσό είναι πολύ μικρό για να καλύψει το κόστος των απαραίτητων έργων για την αποκατάσταση της περιοχής.

Ο αγώνας των Waorani να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από την απειλή των εξορύξεων συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το 2019, οι Waorani κέρδισαν μία ακόμα σημαντική δικαστική μάχη, αυτή τη φορά ενάντια στο κράτος του Ισημερινού, το οποίο, δίχως να έχει λάβει υπόψη τη θέση των αυτόχθονων κοινοτήτων είχε προχωρήσει σε επιπλέον παραχωρήσεις «οικοπέδων» μέσα στη ζούγκλα. Το δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα των αυτόχθονων λαών σε μία προηγούμενη και αποσαφηνισμένη διαβούλευση όπως και η αυτοδιάθεση, είχε παραβιαστεί και η δικαστική απόφαση έβαλε φρένο τουλάχιστον προσωρινά (το κράτος άσκησε έφεση) στην ανάπτυξη επιπλέον πετρελαϊκής δραστηριότητας στα προγονικά εδάφη τους.

O ρόλος της Repsol

Η Chevron (πρώην Texaco) δεν είναι βέβαια η μόνη πετρελαϊκή εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Ήδη από τη δεκαετία του 80, οι δεξιές/κεντροδεξιές κυβερνήσεις του Ισημερινού, είχαν ανοίξει διάπλατα την πόρτα στις πετρελαϊκές εταιρείες, προκηρύσσοντας διεθνείς διαγωνισμούς για την υπογραφή συμβάσεων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, παραχωρώντας σε πολυεθνικές εταιρείες τεράστιες εκτάσεις μέσα στη ζούγκλα (τα προς παραχώρηση «οικόπεδα» είχαν έκταση 200.000 εκτάρια).

Σ’ αυτό το πλαίσιο, το 1985, προκηρύχθηκε διαγωνισμός για το “Βlock 16”, το οποίο αφορούσε περιοχή μέσα στον Εθνικό Δρυμό Yasuní ωστόσο, έπειτα από πιέσεις των πετρελαϊκών εταιρειών, τα όρια του χαρακτηρισμένου Εθνικού Δρυμού άλλαξαν  κι έπαψαν να περιλαμβάνουν την έκταση που προοριζόταν για πετρελαϊκή εκμετάλλευση. Η εν λόγω περιοχή πέρασε στα χέρια της Repsol με σύμβαση μέχρι το 2012, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε.

Ολόκληρη η περιοχή που χαρακτηρίστηκε ως Βlock 16 είναι κυριολεκτικά υπό τον έλεγχο της Repsol καθώς η εταιρεία ελέγχει την  είσοδο και την έξοδο. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να καταγραφεί η περιβαλλοντική μόλυνση που προκαλείται κατά την εξόρυξη, ειδικά οι πληροφορίες που αφορούν διαρροές πετρελαίου είναι ελάχιστες. Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι τη χρονιά 2006, γνωστός στη χώρα επιστήμονας, υπεύθυνος στο ένα από τα δύο ερευνητικά κέντρα ιδιωτικών πανεπιστημίων που βρίσκονται στο Yasuní –τα οποία εντελώς συμπτωματικά δέχονται χορηγίες από τη Repsol- διαβεβαίωσε πως η συγκεκριμένη εταιρεία χρησιμοποιεί την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και ότι ποτέ δεν υπήρξε διαρροή πετρελαίου στο Yasuní. Τα λεγόμενά του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις μαρτυρίες των Waorani και την υπάρχουσα βιβλιογραφία για διαρροές αργού πετρελαίου που έγιναν γνωστές το 1993, το 2005, το 2007, το 2008, το 2011 όταν η άριστη τεχνολογία της εταιρείας δεν στάθηκε αρκετή για να εντοπίσει έγκαιρα τις διαρροές και ήταν οι Waorani αυτοί που εντόπισαν και ενημέρωσαν για το πρόβλημα.

Στο παρακάτω βίντεο,-απόσπασμα από τo ντοκιμαντέρ Into the blue -μπορεί κανείς να πάρει μια γεύση για τον ρόλο που διαδραμάτισε η Repsol και άλλες πετρελαϊκές στη ζωή των αυτόχθονων κοινοτήτων μέσα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου. 

Εκτός από τις βρώμικες δουλειές της Repsol στο Yasuni, αξίζει να αναφερθούμε και στον αγωγό μεταφοράς πετρελαίου OCP (Oleoducto de Crudos Pesados).
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Gustavo Noboa (2000-2003) έγινε αναθεώρηση του νομικού πλαισίου για τους υδρογονάνθρακες ώστε να επιτρέπεται η απ’ ευθείας ανάθεση, χωρίς διαγωνισμό, της κατασκευής του αγωγού OCP  σε μία κοινοπραξία έξι εταιρειών που δραστηριοποιούνταν σε εξορύξεις στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Αυτή καθ’ αυτή η διαδικασία της αναθεώρησης του νόμου, της απ’ευθείας ανάθεσης και της κατασκευής του αγωγού, χαρακτηρίστηκε από πολλές παρατυπίες και υποθέσεις διαφθοράς (Llanes,2006). Μία από τις εταιρείες που ήταν απ’ την αρχή στην εν λόγω κοινοπραξία, είναι η Repsol.

Φυσικά, ενώ πριν από την έναρξη των εργασιών για τον αγωγό οι εταιρείες διαβεβαίωναν ότι το έργο δεν επρόκειτο να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στα οικοσυστήματα απ’όπου θα περνούσε, μόνο κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, καταγράφηκαν πέντε διαρροές πετρελαίου, η μία μάλιστα προκλήθηκε όταν σκαπτικό μηχάνημα που εργαζόταν στον αγωγό OCP έσπασε μέρος άλλου αγωγού, του SOTE (Oleoducto Transecuatoriano), με αποτέλεσμα να χυθούν πάνω από 20.000 βαρέλια αργού πετρελαίου στη λίμνη Papallacta (πηγή υδροληψίας για την πρωτεύουσα, το Κίτο). Στα έξι χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του αγωγού OCP, προκλήθηκε ακόμη μια μεγάλη διαρροή, στην περιοχή του Chaco αυτή τη φορά, που μόλυνε διάφορα ποτάμια, συμπεριλαμβανόμενου του ποταμού Coca, από τον οποίο αντλούσε πόσιμο νερό η ομώνυμη πόλη, που για πάνω από ένα μήνα, έμεινε χωρίς νερό.

Το Yasuní ματώνει η Repsol πλουτίζει

Τέλος, έτσι για την ιστορία, σημειώνουμε εδώ ότι το 2002, ξέσπασε σκάνδαλο στο Εκουαδόρ, έπειτα από τις δηλώσεις του τότε Προέδρου της Repsol, Eliseo Gómez, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στo κράτος του Ισημερινού απάντησε ότι «Οι δίκες είναι σαν δημοπρασία, όποιος δίνει τα περισσότερα κερδίζει» (Acción Ecológica, τεύχος Αυγούστου 2002).